- ολομορφικός
- -ή, -ό1. (για κρυστάλλους) αυτός που έχει συμμετρικό σχήμα κατά τα δύο άκρα του («ολομορφικός ημιεδρισμός»)2. μαθ. (για εξίσωση) μονοδύναμη και διαφορίσιμη κατά οποιοδήποτε σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.